- χλανίσκος
- ὁ, Αυποκορ. τ. τού χλανίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος). Ο τ. είναι μτγν. από τους άλλους τ. υποκορ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] … Dictionary of Greek
χλανισκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ισκ ίδιον (< υποκορ. καταλ. ίσκος + ίδιον)] … Dictionary of Greek